- επικαταφορά
- ἐπικαταφορά, ἡ (Α)αστρολ. ονομασία τού όγδοου τόπου, δηλ. μιας θέσεως πάνω στον ζωδιακό κύκλο, αλλιώς επικατάδυσις*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικαταφορά — ἐπικαταφορά̱ , ἐπικαταφορά fem nom/voc/acc dual ἐπικαταφορά̱ , ἐπικαταφορά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταφορᾷ — ἐπικαταφορά fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικαταφέρω — ἐπικαταφέρω (Α) 1. εκσφενδονίζω επί πλέον από πάνω προς τα κάτω 2. παθ. ἐπικαταφέρομαι πέφτω πάνω σε κάποιον 3. παθ. (για τα άστρα) ακολουθώ τον ήλιο 4. παθ. καταντώ, οδηγούμαι κατ’ ανάγκην στη χρησιμοποίηση μιας εκφράσεως 5. (το ουδ. τής μτχ.… … Dictionary of Greek